- υαλοβασάλτης
- Υαλώδης παραλλαγή του πετρώματος βασάλτη, η οποία διακρίνεται για την αφθονία μικρολιθικών και σφαιρολιθικών σχηματισμών, παρεμφερής προς τον οψιδιανό. Παλαιότερα το θεωρούσαν ορυκτό και εξαιτίας του μαύρου χρώματός του είχε την ονομασία υαλομέλας. Παρατηρείται σε ρεύματα βασαλτικής λάβας, συνήθως σαν σκουριασμένη επιφλοίωσή τους και σπανιότερα σε αυτοτελή ρεύματα και επιπλέον σε στερεά αναβλύσματα από το ίδιο υλικό.
* * *ο, Ν(πετρογρ.) υαλώδης παραλλαγή τού βασάλτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalobasalt < hyalo- (< ύαλος) + basalt «βασάλτης» (< βασανίτης*)].
Dictionary of Greek. 2013.